ιηπαιωνίζω

ιηπαιωνίζω
ἰηπαιωνίζω (Α)
αναφωνώ, κραυγάζω ιή* παιών, επικαλούμαι τον Απόλλωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰή παιών, κραυγή επικλήσεως τού Απόλλωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἰηπαιωνίσαι — Ἰηπαιωνίζω cry aor inf act Ἰηπαιωνίσαῑ , Ἰηπαιωνίζω cry aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηπαιωνίσαι — ἰηπαιωνίζω aor inf act ἰηπαιωνίσαῑ , ἰηπαιωνίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”